- πεττευτικός
- -ή, -όν, Αβλ. πεσσευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεττευτικός — πεσσευτικός skilled in draught playing masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσσευτικός — και πεττευτικός, ή, όν, Α [πεσσεύω] 1. ο σχετικός με το παιχνίδι τών πεσσών 2. καλός παίκτης τών πεσσών 3. (το θηλ. εν. και το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) ἡ πεττευτική, τὸ πεττευτικόν, τὰ πεττευτικά το παιχνίδι τών πεσσών … Dictionary of Greek